Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Η πρωτεύουσα των ψαράδων

Στο άκουσμα του Μεσολογγίου, ο νους μας εκτός από τα περί την ιστορία της ιερής αυτής πόλης των Ελεύθερων Πολιορκη-μένων και της Εξόδου, πηγαίνει και στη μεγάλη λιμνοθάλασσα, η οποία το περικλείει και ασφαλώς είναι το κυρίαρχο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό το ιδιαίτερο κομμάτι της ελληνικής γης.

Η λιμνοθάλασσα, ως δημιούργημα της φύσης, είναι ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα εκτεταμένων εκτάσεων αβαθών νερών, πυκνών καλαμιώνων, αυλακιών που τη συνδέουν με την ανοιχτή θάλασσα και άλλων στοιχείων που την καθιστούν ως ένα από τα πιο ιδιαίτερα παραγωγικά ως προς την αλιεία τμήματα της επικράτειας. Ο υψηλός μάλιστα βαθμός αλατότητας των νερών της, λένε οι ψαράδες, κάνει τα ψάρια της τα πιο νόστιμα όλης της Ελλάδας. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι πως η ευημερία του Μεσολογγίου σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του οφείλεται στη λιμνοθάλασσα και μέχρι δυο - τρεις δεκαετίες πριν δεν υπήρχε σχεδόν κανένας Μεσολογγίτης που δεν είχε κάποια σχέση μαζί της. Πέραν όμως αυτού, η λιμνοθάλασσα επηρέασε κατά πολύ τον πολιτισμό της πόλης και οπωσδήποτε αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες.
Στην λιμνοθάλασσα οφείλεται η ευημερία του τόπου και η έμπνευση ποιητών και καλλιτεχνών.
Στην λιμνοθάλασσα οφείλεται η ευημερία του τόπου και η έμπνευση ποιητών και καλλιτεχνών.
ΑπόπλουςΓια την πρώτη επαφή, αποπλεύσαμε από το λιμάνι που αράζουν τα ψαροκάικα της ανοιχτής θάλασσας με το ταχύπλοο του Γιάννη Παπαδογιώργου, ο οποίος εκτός του ότι θεωρείται ένας από τους καλύτερους ψαροτουφεκάδες είναι και ο άνθρωπος που ξέρει όσο κανένας άλλος τη λιμνοθάλασσα και αναλαμβάνει ειδικές εξορμήσεις γνωριμίας με τον τόπο. Διασχίσαμε το κεντρικό κανάλι με τα άπειρα ακαλαίσθητα αυθαίρετα στις όχθες του και πλεύσαμε με προορισμό τα διβάρια, δυτικά του Μεσολογγίου. Ο καιρός από το πρωί ήταν λιγάκι μουντός και ο ορίζοντας γκρίζος, αλλά σαν ανοιχτήκαμε είδαμε πως ο νοτιάς ήταν ιδιαίτερα βαρύς και η βροχή δεν άργησε να έρθει. Καταλάβαμε πως η περιήγηση στη λιμνοθάλασσα και στα διβάρια ακυρωνόταν και για να μη χαθεί η ημέρα δέσαμε στο Αναποδίβαρο, όπως το λένε, γιατί σοδεύει και από την απέξω πλευρά του. Εκεί μας υποδέχτηκαν ο Θύμιος Παπαγιάννης και ο Δημήτρης Μαγδαληνός, μέλη του συνεταιρισμού που έκαναν τη βάρδια τους εκείνη την ημέρα στην πελάδα και μη μπορώντας να κάνουμε κάτι άλλο, καθίσαμε και πιάσαμε την κουβέντα γι αυτούς, τα διβάρια και τη ζωή των ψαράδων.
Παιδιά παλιών ψαράδων και οι δύο, συνεχίζουν τη μακρά παράδοση των προγόνων τους, αλλά όπως φαίνεται η εποχή της ακμής έχει τελειώσει και τα προβλήματα περισσεύουν, με κυρίαρχο εκείνο της δραματικής μείωσης των αλιευμάτων.
Τα ρηχά νερά κάνουν υποχρεωτική τη χρήση της γαΐτας.
Τα ρηχά νερά κάνουν υποχρεωτική τη χρήση της γαΐτας.
Το γεγονός οφείλεται βασικά στην ασυδοσία που επικρατεί με την αλιεία στην ανοιχτή θάλασσα και τις παρανομίες των ψαράδων. Τέτοιο καιρό, για παράδειγμα, που απαγορεύεται το ψάρεμα, τα καϊκια που έριξαν παράνομα τα δίχτυα τους παραλίγο να είναι η αιτία να μείνουμε και το βράδυ στο Αναποδίβαρο. Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και το αποτέλεσμα είναι να μπαίνουν στο διβάρι, το οποίο χρυσοπληρώνει μάλιστα ο συνεταιρισμός, όλο και λιγότερα και μικρότερα ψάρια. Επειτα είναι και η ρύπανση της θάλασσας από τα φυτοφάρμακα και τα απόβλητα της ξηράς που επηρεάζουν σημαντικά την εύρυθμη λειτουργία του διβαριού και τη φυσιολογική ανάπτυξη των ψαριών.
Εκτός από αυτά, φέτος η χρονιά για τα διβάρια ήταν πολύ κακή, καθώς οι νοτιάδες σήκωσαν τέτοιο κύμα που διέλυσαν τους φραγμούς με αποτέλεσμα να φύγουν προς τη θάλασσα ένα σωρό ψάρια και η αποκατάστασή τους γίνεται με δυσκολία.
Σε 24ωρη βάση
Το διβάρι είναι ένα πολύπλοκο σύστημα κατασκευών μέσα στη λιμνοθάλασσα με φραγμούς, διόδους και πόρτες.
Το διβάρι είναι ένα πολύπλοκο σύστημα κατασκευών μέσα στη λιμνοθάλασσα με φραγμούς, διόδους και πόρτες.
Το διβάρι, λένε, θέλει καθημερινή φροντίδα και καθώς η λειτουργία του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα διπλανά απαιτεί και καλή συνεργασία με τους υπόλοιπους συνεταιρισμούς. Μια ρωγμή σε έναν φραγμό, για παράδειγμα, μπορεί να φέρει μεγάλες ζημιές σε όλους γιατί τα ψάρια θα φύγουν από αυτή την τρύπα. Ενα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο είναι ο καθαρισμός των διβαριών από τον σκανό, ένα φύκι που ξεριζώνει το κύμα και το στριμώχνει σε διάφορα σημεία των φραγμών και το οποίο όταν σαπίζει μυρίζει ανυπόφορα, δημιουργεί εστίες βρωμιάς και διώχνει τα ψάρια, τα οποία για να πλησιάσουν το διβάρι θέλουν το νερό να είναι κατακάθαρο.
Ο Θύμιος Μπακογιάννης και ο Τάκης Μαγδαληνός κρατάνε την παράδοση στο διβάρι.
Ο Θύμιος Μπακογιάννης και ο Τάκης Μαγδαληνός κρατάνε την παράδοση στο διβάρι.
Το πάτωμα του καλυβιού, που μένουν και δουλεύουν ο Θύμιος με τον Τάκη, στηρίζεται σε ξύλινους πασσάλους μισό μέτρο πάνω από το νερό και αποτελεί το κέντρο όλων των δραστηριοτήτων του διβαριού. Εκεί δένουν τις γαϊτες τους, εκεί έχουν τα εργαλεία τους, την κουζίνα τους και τα κρεβάτια τους, γιατί η φροντίδα του διβαριού είναι σε εικοσιτετράωρη βάση.
Ούτε στιγμή δεν μπορεί να λείψει κάποιος από εκεί, γιατί εκτός από τις ζημιές που μπορεί να γίνουν, όσο να ναι κυκλοφορούν και διάφοροι περίεργοι που κάνουν ζημιές.
Φθίνουσα πορείαΑυτή την περίοδο φυσικά και δεν υπήρχαν πολλά ψάρια στο διβάρι γιατί μόλις πριν από δυο μήνες τέλειωσε η περίοδος του ψαρέματος και ήδη έχει αρχίσει η είσοδος των ψαριών.
Το ψάρεμα με γαϊτα αποτελεί την πιο συνηθισμένη σκηνή στη λιμνοθάλασσα και ένα κομμάτι από την ημέρα κάθε Μεσολογγίτη. Παλιότερα έβλεπες ψαράδες χωρίς γαϊτες να περπατούν στα ρηχά ψάχνοντας τρύπες αβγ
Το ψάρεμα με γαϊτα αποτελεί την πιο συνηθισμένη σκηνή στη λιμνοθάλασσα και ένα κομμάτι από την ημέρα κάθε Μεσολογγίτη. Παλιότερα έβλεπες ψαράδες χωρίς γαϊτες να περπατούν στα ρηχά ψάχνοντας τρύπες αβγωμένων γοβιών...
Δεν είναι όμως τα πράγματα όπως παλιά, λένε. Αν πριν από 20 χρόνια, για παράδειγμα, έμπαιναν πενήντα κιλά ψάρια στο διβάρι, τώρα μπαίνουν μόνο τρία.
Η αιτία είναι ασφαλώς η μείωση γενικά των ψαριών, αλλά και η παρανομία από μέρους των ψαράδων της ανοιχτής θάλασσας που είναι ελεύθερη.
Ενώ οι απαγορεύσεις είναι σαφείς, από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι τον Ιούνιο δεν επιτρέπεται το ψάρεμα γιατί είναι η περίοδος αναπαραγωγής, εντούτοις όποιος θέλει πηγαίνει και ρίχνει τα δίχτυα του και κανένας δεν τον ελέγχει.
Στις καλύβες στεγάζονται όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την συντήρηση των διβαριών και το ψάρεμα στη λιμνοθάλασσα.
Στις καλύβες στεγάζονται όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την συντήρηση των διβαριών και το ψάρεμα στη λιμνοθάλασσα.
Μεγάλη ζημιά κάνουν επίσης και οι τράτες που αλωνίζουν τον Πατραϊκό, καθώς και τα αγκίστρια, είτε τα ρίχνουν οι επαγγελματίες είτε οι ερασιτέχνες.
Χαρακτηριστικά, λένε πως υπάρχουν ψαράδες που πιάνουν λίγδες - έτσι λένε τις μικρές τσιπούρες και το ενδιάμεσο το λένε μαρίδα - που ενώ τον Νοέμβριο είναι πολύ καλές, αυτό τον καιρό είναι αδύνατες και δεν έχει νόημα. Η ζημιά όμως γίνεται και αθροιζόμενο το αποτέλεσμα είναι εμφανές στα διβάρια.
Στα χρόνια που δουλεύουν στη λιμνοθάλασσα ο Θύμιος με τον Τάκη, είδαν και μπορούν να πουν με σιγουριά πως πέρα από τη μείωση των αλιευμάτων ορισμένα είδη ψαριών, όπως μπαρμπούνια, κουτσομούρες, ροφοί, μουρμούρια και συναγρίδες έπαψαν να φτάνουν μέχρι τον φραγμό και το γεγονός δεν έχει να κάνει παρά με τη μείωση των αλιευμάτων σε όλες τις θάλασσες.
Τελικά μέσα στα διβάρια έχουν μείνει οι κέφαλοι, τα λαβράκια, οι τσιπούρες και οι μαρίδες, ενώ δραματική είναι η μείωση και των χελιών, που η παραγωγή τους δεν μπορεί να καλύψει τη μεγάλη ζήτηση.
Οι ζωές στα διβάρια
Ο Γιώργος Βουλιμιώτης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο παραδοσιακός Μεσολογγίτης επαγγελματίας, που τον ελεύθερο χρόνο του τον διέθετε πάντοτε στο ψάρεμα και έκανε παρέα με ψαράδες, τόσο μέσα στη θάλασσα, όσο και στην ξηρά γύρω από τραπέζια με θαλασσινούς μεζέδες και τσίπουρα. Ο Γιώργος ξεκίνησε το ψάρεμα στη λιμνοθάλασσα, η οποία σημειωτέον τότε έφτανε μέχρι τα πρώτα σπίτια της παλιάς πόλης, όπως όλα τα παιδιά, με ένα καμάκι, το οποίο ήταν ένα ισιωμένο πιρούνι δεμένο σε ένα καλάμι και με αυτό κυνηγούσαν τα ψάρια στα ρηχά. Δεν υπήρχε κανένας πιτσιρικάς στα χρόνια του που να μην έμπαινε στη θάλασσα να ψαρέψει με ένα τέτοιο εργαλείο και κατά κάποιον τρόπο, έτσι έπαιρνε το βάπτισμα και γινόταν δηλαδή «ψαρόπουλο».
Εκείνα τα χρόνια μάλιστα που λειτουργούσε ακόμη η γραμμή του ιστορικού τρένου από το Μεσολόγγι προς Αγρίνιο, για να κάνουν πιο αποτελεσματικά τα πιρούνια τους οι πιτσιρικάδες, τα έβαζαν πάνω στις ράγιες και καθώς περνούσε ο συρμός τα ίσιωνε με το βάρος του, τα έκανε σαν ξυράφια και δεν γλίτωνε κανένα ψάρι.
Ηταν δε τόσο συνηθισμένο το ψάρεμα με αυτόν τον τρόπο εκείνα τα χρόνια, ώστε τα βραδάκια η πλατεία του Μεσολογγίου γέμιζε από «ψαρόπουλα» που κρατούσαν σε αρμαθιές από βούρλα ψάρια και τα πουλούσαν. Υπήρχαν ορισμένα παιδιά μάλιστα που στέκονταν στην αγορά με 6-7 αρμαθιές με ψάρια. Τόσο πλούτο είχε η θάλασσα τότε και οι σκηνές από εκείνη την εποχή έχουν μείνει αξέχαστες για τους παλιότερους.
Καθώς μεγάλωναν τα παιδιά στο Μεσολόγγι, σταδιακά περνούσαν σε διάφορους άλλους τρόπους ψαρέματος και κάποια στιγμή έμπαιναν και στη γαϊτα με τον πατέρα τους. Ενας τρόπος ψαρέματος πάλι ήταν το ψάρεμα με τα χέρια, μέθοδος η οποία ακόμα συνηθίζεται από κάποιους που τους αρέσει ο γοβιός και η καλύτερή τους στιγμή είναι τον καιρό που είναι και αβγωμένος.
Περπατούσαν στα ρηχά και έψαχναν τις τρύπες που έχει φωλιάσει το ψάρι μέσα στον βούρκο και με το ένα χέρι βούλωναν τη μία έξοδο και με το άλλο περίμεναν τον τρομαγμένο γοβιό, ο οποίος δεν γλίτωνε με τίποτα. Την πανάρχαια αυτή μέθοδο ψαρέματος την έλεγαν «πελαγωτά» και προϋπόθεση για την επιτυχία της ήταν να εκμεταλλευτεί ο ψαράς την άμπωτη, τη «ρήχη» όπως λένε αυτό το φαινόμενο οι Μεσολογγίτες στη γλώσσα τους. Και οι δυο τρόποι ψαρέματος που περιγράφει ο Γιώργος, βεβαίως και αποτελούν τις αρχαιότερες μεθόδους.
Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου με τις ιδιαίτερες συνθήκες ασφαλώς και πρέπει να υπήρξε ένα από τα λίκνα της αλιευτικής τέχνης και στο ιδανικό περιβάλλον της ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές της ιστορίας μπορούσε να ψαρεύει εύκολα και αποδοτικά και με την πάροδο του χρόνου να εξελίξει και τις τεχνικές του.
Στιγμές ελευθερίαςΟ Γιώργος μπορεί να ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο, αλλά ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη λιμνοθάλασσα και σαν είχε χρόνο, πήγαινε είτε μόνος του, είτε με τους φίλους του για ψάρεμα, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως δεύτερη φύση των Μεσολογγιτών. Οπως αναφέρθηκε, όλοι ξέρουν να ψαρεύουν και όλοι έχουν τη δική τους γαϊτα, ενώ πολλοί είναι αυτοί που έχουν και δική τους πελλάδα, στην Τουρλίδα ή στο Νησί. Εκεί περνούν όλο τον χρόνο τις ώρες τους οι άντρες του Μεσολογγίου, με τη γαϊτα τους δεμένη μπροστά ακριβώς από την πελλάδα τους και είναι έτοιμοι οποιαδήποτε στιγμή να πάνε για ψάρεμα. «Είναι οι στιγμές που νιώθεις πραγματικά ελεύθερος και οπωσδήποτε Μεσσολογίτης!» λέει ο Γιώργος.
Ηταν μια μέρα του Φλεβάρη που ανέλαβε ο Γιώργος Βουλιμιώτης να μου γνωρίσει τη λιμνοθάλασσα που οι δυνατοί νοτιάδες έκαναν κυριολεκτικά παρέλαση στον ουρανό του Μεσολογγίου και κάθε μισή ώρα ακριβώς τα βαριά σύννεφα περνούσαν και άδειαζαν το φορτίο τους και προχωρούσαν κατόπιν προς το εσωτερικό του Πατραϊκού κόλπου. Μόλις περνούσε η δυνατή βροχή, έβγαινε αμέσως ένας λαμπρότατος ήλιος, φωτιζόταν όλος ο τόπος και ηρεμούσαν οι γαϊτες που ήταν δεμένες στο μεγάλο κανάλι που οδηγεί στο λιμάνι. Σε αυτά τα μικρά διαλείμματα προσπαθήσαμε να περάσουμε απέναντι στο νησί, αλλά στάθηκε αδύνατον, αφού ακόμα και μέσα στο κανάλι τα κύματα ήταν επικίνδυνα.
Γι αυτό καθίσαμε σε ένα ωραίο μαγαζί στην Τουρλίδα και βλέπαμε μέσα από τα βρεγμένα τζάμια τις γαϊτες να τις παίζει ο νοτιάς σαν τσόφλια και πιάσαμε την κουβέντα για το ψάρεμα στο Μεσολόγγι.
Τόσο λόγω ιδιοσυγκρασίας, όσο και της ιδιότητας ως εμπόρου, ο Γιώργος Βουλιμιώτης είχε όλα τα χρόνια διαρκή επαφή με όλους τους Μεσολογγίτες και σαν καλός ακροατής αποδεικνύεται σήμερα ένας θησαυρός πληροφοριών, τόσο για γεγονότα, όσο και για τα εμβληματικά πρόσωπα της λιμνοθάλασσας για τα οποία, με σεμνότητα σύστηνε την προσωπική επαφή μαζί τους για περισσότερες πληροφορίες. Ετσι η κουβέντα περιορίστηκε σε γενικά θέματα και επικεντρώθηκε στις μεθόδους ψαρέματος για τις οποίες μίλησε ως ο πλέον ειδικός.
Η παράδοση των γοβιών
Φλεβάρη και Μάρτη οι Μεσολογγίτες ψαρεύουν κυρίως γοβιούς με δίχτυα, αλλά δεν λείπουν κι εκείνοι που συνεχίζουν να ψαρεύουν ακόμα με τα χέρια. Η διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου ψαρέματος εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του νερού. Οι γοβιοί αυτόν τον καιρό είναι αβγωμένοι και ανάλογα με το μέγεθός τους έχουν και παρατσούκλια. Στη γλώσσα τους οι Μεσολογγίτες δεν έλεγαν ποτέ «τι μεγάλο ψάρι» αλλά «κοίτα μωρέ ένα παπούτσι!». Ετσι έλεγαν τους μεγάλους γοβιούς και ανάλογα με το νούμερο του «παπουτσιού» που θα έπιανε, ο ψαράς διακρινόταν για τη επιτυχία του και ανέβαινε στην εκτίμηση.

Ο γοβιός είναι το τελευταίο ψάρι που επιτρέπεται να ψαρέψουν στο Μεσολόγγι αυτόν τον καιρό, γιατί ακολουθεί μέχρι τον Ιούνιο μια περίοδος που λόγω της αναπαραγωγής των ψαριών, έχουν θεσπιστεί μια σειρά απαγορεύσεις. Και στο παρελθόν, λέει ο Γιώργος, ίσχυε κατά κάποιον τρόπο μια σειρά άτυπων απαγορεύσεων, οι οποίες είχαν προκύψει από την εμπειρία των παλιών ψαράδων, οι οποίοι δεν ήθελαν να εξαντλήσουν τα αποθέματα των ψαριών μέσα και έξω από τη λιμνοθάλασσα. Αλλη όμως η σοφία εκείνης της εποχής, άλλες οι ανάγκες των ανθρώπων, σχολιάζει.
Τον Φλεβάρη και τον Μάρτη αρχίζει και το ψάρεμα της γαρίδας με βολκούς. Παλαιότερα την ψάρευαν με τον «λάζαρο», μια μεγάλη όπως τη λένε απόχη. Φυσικά δεν σταματά καθόλου το ψάρεμα με δίχτυα της γλώσσας, των χταποδιών και της σουπιάς έξω πάντα από τους φραγμούς της λιμνοθάλασσας. Αυτή η περίοδος που έρχονται τα πολλά ψάρια και μπαίνουν στα διβάρια και τα μεγάλα που δεν μπορούν να περάσουν μέσα από τον φραγμό είναι εύκολη λεία για τους ψαράδες, οι οποίοι πάντως ομολογούν πως έχει λιγοστέψει κατά πολύ. Από τα τέλη Ιουνίου αρχές Ιουλίου αρχίζει το ψάρεμα του σπάρου με δίχτυα στη θάλασσα και με απόχες στα διβάρια και προς το τέλος του μήνα ξεκινάει το ψάρεμα των κεφάλων που κρατάει μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη περίπου.
Αυτή είναι και η χρυσή περίοδος του ψαρέματος στο Μεσολόγγι και σε αυτά τα ψάρια και το αβγοτάραχο χρωστάει τη φήμη του σαν μητρόπολη της λιμνοθάλασσας. Κλείνοντας την κουβέντα με τον Γιώργο, δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω, πρόλαβε ο ίδιος την ερώτησή μου και μετέφερε την άποψη που έχουν όλοι οι Μεσολογγίτες: «Από τη λιμνοθάλασσα θα μπορούσε να ζήσει όχι μόνο το Μεσολόγγι, αλλά όλη η Ελλάδα, αν τύχει φυσικά μιας σωστής διαχείρισης και εκμετάλλευσης».
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε την περίπτωση των χελιών που το 80% της παραγωγής τους εξάγεται νωπό στην Ιταλία. Ενα εργοστάσιο επεξεργασίας τους στο Μεσολόγγι θα έδινε δουλειά σε ένα σωρό κόσμο και θα έφερνε χρήμα στην περιοχή.
Το όνειρο κάθε ψαρά
Μπορεί να έχει όλων των ειδών τα ψάρια η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, εκείνα όμως που σπάνια εμφανίζονται στα νερά της ρηχής μπροστά της θάλασσας και προέρχονται κυρίως από κοπάδια που πλέουν από το Ιόνιο προς τον Πατραϊκό είναι τα μεγάλα κήτη και τα σκυλόψαρα, που λόγω βάθους αποφεύγουν αυτήν την περιοχή.
Μια φορά στα 15 χρόνια υπολογίζουν οι Μεσολογγίτες ξεπέφτει ένα τόσο μεγάλο ψάρι και το ψάρεμά του αποτελεί σπουδαίο γεγονός για όλη την πόλη. Ενα τέτοιο γεγονός, λέει ο Γιώργος Βουλιμιώτης, συνέβη το 1978 σαν γύριζαν με την παρέα που είχαν πάει στον αυλέμονα του Βασιλαδιού για ψαροτούφεκο. Λίγο μπροστά από την Τουρλίδα, είδαν να γίνεται αναταραχή στη θάλασσα από ένα μεγάλο ψάρι που έμοιαζε να είναι παγιδευμένο. Πλησίασαν με επιφύλαξη το σημείο και είδαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ξιφία που πιθανόν ξέκοψε από κάποιο κοπάδι κυνηγώντας ψάρια και λόγω του μικρού βάθους δεν μπορούσε να κινηθεί με ευκολία. Πιθανόν να είχε καρφωθεί με το ρύγχος του στην άμμο, γιατί, όπως λέει, είδαν σαν τον τεμάχισαν πως ήταν ραγισμένο.
Αφού τον πλησίασαν, η παρέα που αποτελούνταν από τους Λευτέρη Βουλιμιώτη, αδερφό του Γιώργου, τον Σάκη Δενδρινό, τον Κώστα Λουκόπουλο και τον Βασίλη Χατζή, επιχείρησαν με τα ψαροτούφεκά τους να χτυπήσουν τον μεγάλο ξιφία, αλλά δεν ήταν και εύκολο πράγμα με εκείνα τα παλιά εργαλεία. Μια στιγμή μάλιστα το κήτος κόντεψε να μπατάρει με την πλάτη του τη γαϊτα και να τους ρίξει στη θάλασσα. Τελικά κατάφεραν να τον χτυπήσουν και αφού τον ανέβασαν με πολύ κόπο στη γαϊτα, με κίνδυνο να βουλιάξουν, τον πήγαν στο λιμάνι. Αμέσως σήμανε συναγερμός σε ολόκληρο το Μεσολόγγι και όλο το βράδυ πλήθος κόσμος περνούσε από την αυλή που τον κρέμασαν αφού τον ζύγισαν και είδαν πώς ήταν 148 κιλά! Το πρωί, χωρίς να τον ειδοποιήσει κανένας, έφτασε ο χασάπης Κώστας Λύτρας και ανέλαβε τον τεμαχισμό του σε μικρά κομμάτια, έτσι ώστε να φτάσουν για όλο τον κόσμο που δεν έλεγε να φύγει χωρίς να πάρει ένα κομμάτι από το τέρας της θάλασσας. Ισα - ίσα πρόλαβαν οι ψαράδες και κράτησαν λίγα κομματάκια να δοκιμάσουν κι αυτοί τη γεύση που είχε ο θρίαμβός τους. Αναφέρθηκε πως το ψάρεμα ενός τέτοιου ψαριού είναι σπάνιο γεγονός για το Μεσολόγγι και ο Μάκης Γιώτης, που μας άκουγε, θυμήθηκε πως γύρω στο 1965 είχαν πιάσει πάλι ένα τέτοιο μεγάλο ψάρι, που το κρέμασαν μέσα σε ένα μαγαζί και όποιος ήθελε να το δει πλήρωνε... «ένα πενηνταράκι ο ανήλικος και μια δραχμή ο μεγάλος!».
Οι Μυλωνάδες της θάλασσας
Οι αδερφοί Νίκος, Γιώργος και Παύλος Μυλωνάς είναι οι κατ εξοχήν εκπρόσωποι των ελεύθερων ψαράδων του Μεσολογγίου, αφού διαθέτουν ένα στόλο από τέσσερα καϊκια και μετά από τρεις δεκαετίες ενασχόλησης μπορούν να περιγράψουν καλύτερα από καθένα τα πράγματα για την αλιεία στην ανοιχτή θάλασσα.
Τους συναντήσαμε όλους ένα απόγευμα Σαββάτου στο λιμάνι να καθαρίζουν τα δίχτυα και να αφήνουν τα καϊκια τους που ήταν παραταγμένα στην προβλήτα να ξεκουραστούν για την Κυριακή που ακολουθούσε.
Ο μεγαλύτερος απ όλους, ο Νίκος, ένας άντρας 50 ετών, που το παρουσιαστικό του φανέρωνε τον αγώνα της ζωής, τόσο στην ξηρά, όσο στα μεγάλα βαπόρια και στη θάλασσα, με μετρημένα λόγια άρχισε να μιλάει για τη δυναμική παρουσία της οικογένειας στη θάλασσα. Αυτό που χαρακτήριζε τον λόγο του ίδιου και των αδελφών του ήταν η αισιοδοξία τους για το μέλλον του ψαρέματος στη θάλασσα του Μεσολογγίου και ομολογώ πως τα λόγια τους με ξάφνιασαν καθώς όπου και να έχω πάει ακούω για το τέλος της αλιείας. Ο Νίκος υποστηρίζει πως η θάλασσα μπροστά στο Μεσολόγγι, είχε, έχει και θα έχει ψάρια. «Ο,τι ψάρι θέλεις θα το βρεις εκεί» σχολιάζει «αρκεί να ξέρεις να το ψαρέψεις και η τέχνη αυτή μαθαίνεται μόνο πάνω στη δουλειά. Το ψάρεμα θέλει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει και να μάθεις πέντε πράγματα αφού ασχολείσαι με αυτό το επάγγελμα. Αν δεν μάθεις, άδικα παιδεύεσαι. Δεν είναι μόνο να ξέρεις να χειρίζεσαι ένα καϊκι, αλλά να ξέρεις πού το πηγαίνεις. Να προσέχεις τον καιρό, τα ρεύματα, τα σημάδια της ξηράς, για να θυμάσαι το μέρος με τα πολλά ψάρια». Δεν παραλείπει βέβαια να επισημάνει πως και σε αυτή τη θάλασσα η ρύπανση και η μόλυνση έχουν επηρεάσει τα αλιευτικά αποθέματα και αντί να αντιμετωπιστεί αυτό το καταλυτικό φαινόμενο, όλοι τα ρίχνουν στην υπεραλίευση και βάζουν τους ψαράδες να μαλώνουν μεταξύ τους. «Ολοι είμαστε συνάδελφοι» λέει, «τα γρι-γρι, οι ανεμότρατες, οι παράκτιοι, αλλά το κράτος δεν κάνει τίποτα, θέλει να σβήσουμε. Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν στόχο να σταματήσουν την αλιεία και επειδή δεν μπορούν να το κάνουν με άλλον τρόπο έβαλαν τη μέση αλιεία με την παράκτια να σφάζονται μεταξύ τους!». Τα τελευταία χρόνια άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει το επάγγελμα ή απόγονοί τους επέστρεψαν και πάλι. Και κάποιοι από εκείνους που παρασύρθηκαν πριν από χρόνια και διέλυσαν τα καϊκια τους για να καρπωθούν τις αποζημιώσεις, επέστρεψαν και μάλιστα ζημιωμένοι γιατί οι άδειες κοστίζουν πλέον ολόκληρες περιουσίες. Το κόλπο δηλαδή να γίνει η αλιεία μέσω των αποσύρσεων κλειστό επάγγελμα, και μάλιστα στο Μεσολόγγι που το ψάρεμα ήταν δεύτερη φύση των ανθρώπων, πέτυχε σε βάρος όλης της τοπικής κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου